- σισανές
- οπληθ. -έδες (λ. περσ.), είδος όπλου που γεμίζει από μπροστά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σισανές — ο, Ν στρ. εμπροσθογεμές ντουφέκι τού 18ου και 19ου αιώνα, με κάννη αρχικά εξαγωγικής διατομής, η οποία μεταγενέστερα εξελίχθηκε σε ραβδωτή κυλινδρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
şişanea — şişaneá, şişanéle, s.f. (înv. şi reg.) puşcă lungă arnăuţească. Trimis de blaurb, 09.02.2007. Sursa: DAR şişaneá ( éle), s.f. – Muschetă. – var. şuşanea. tc. (per.) şeşhane (Şeineanu, II, 338; Lokotsch 1864), cf. ngr … Dicționar Român